- περιστένω
- και επικ. τ. περιστείνω και περιστένομαι και περιστείνομαι Α1. στενάζω για κάτι γύρω γύρω ή αντηχώ, αντιλαλώ ολόγυρα («περιστένει οὔρεος ἠχώ», Ύμν. Πάν.)2. στενοχωρώ («περιστένεται δὲ τε γαστήρ» — στενοχωρείται, βαραίνει το στομάχι [από την υπερβολική τροφή], Ομ. Ιλ.)3. (κατά τον Ησύχ.) «περισταίνεινἔκθυμον εἶναι».[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + στένω / ιων. στείνω «στενεύω» (< στενός)].
Dictionary of Greek. 2013.